- ἀκύλιστος
- ἀκύλιστος, ον,A not to be rolled about: metaph., κραδίη ἀ. an undaunted heart, Timo 16.II of Protagoras, οὐκ ἀ. not without volubility or versatility, Id.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακύλιστος — και ακύλητος και ακύλιγος, η, ο (Α ἀκύλητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά νεοελλ. αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπου αρχ. φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κυλιστός… … Dictionary of Greek
ακύλιστος — η, ο αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν μπορεί να κυλιστεί: Η πέτρα που έφραζε την πόρτα της σπηλιάς ήταν ακύλιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκύλιστον — ἀκύλιστος not to be rolled about masc/fem acc sg ἀκύλιστος not to be rolled about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυλίστῳ — ἀκύλιστος not to be rolled about masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυλίστωι — ἀκυλίστῳ , ἀκύλιστος not to be rolled about masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)